γαϊτανώνω

γαϊτανώνω
μετ. отделывать шёлковой тесьмой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γαϊτανώνω" в других словарях:

  • γαϊτανώνω — [γαϊτάνι] διακοσμώ με γαϊτάνι την άκρη υφάσματος ή ενδύματος …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανώνω — διακοσμώ φόρεμα ή ύφασμα με γαϊτάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαϊτάνωτος — και ιστος, η, ο [γαϊτανώνω] (για ρούχα) αυτός που δεν στολίστηκε στις άκρες του με γαϊτάνι, που δεν έχει ραμμένο ολόγυρα γαϊτάνι …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανωτός — ή, ό [γαϊτανώνω] 1. στολισμένος με γαϊτάνι 2. πλεγμένος σαν γαϊτάνι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»